ἀσεβέστατον

ἀσεβέστατον
ἀσεβής
ungodly
masc acc superl sg
ἀσεβής
ungodly
neut nom/voc/acc superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αρμενόπουλος, Κωνσταντίνος — (1320 – περ. 1380).Βυζαντινός νομοδιδάσκαλος. Οι πληροφορίες για το πρώιμο στάδιο της ζωής του είναι αβέβαιες. Το 1345 πάντως ήταν ήδη νομοφύλαξ και κριτής Θεσσαλονίκης. Αργότερα διορίστηκε σύμβουλος του αυτοκράτορα Ιωάννου ΣΤ’ Καντακουζηνού που… …   Dictionary of Greek

  • Καισάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 369 μ.Χ.) Νεότερος αδελφός του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Αλεξάνδρεια. Προσελήφθη από τον Ιουλιανό ως αυλικός γιατρός του και διορίστηκε συγκλητικός. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”